- ἀντιφλέγω
- ἀντιφλέγω1 shine in one's face c. acc.
ἤδη γὰρ αὐτῷ ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.20
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἤδη γὰρ αὐτῷ ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.20
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αντιφλέγω — ἀντιφλέγω (Α) κάνω κάτι να λάμψει πάλι, καταυγάζω … Dictionary of Greek
αντιφλογίζω — ἀντιφλογίζω (Μ) αντιφλέγω … Dictionary of Greek
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek