ἀντιφλέγω

ἀντιφλέγω
ἀντιφλέγω
1 shine in one's face c. acc.

ἤδη γὰρ αὐτῷ ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.20


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντιφλέγω — ἀντιφλέγω (Α) κάνω κάτι να λάμψει πάλι, καταυγάζω …   Dictionary of Greek

  • αντιφλογίζω — ἀντιφλογίζω (Μ) αντιφλέγω …   Dictionary of Greek

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”